- στενόθερμος
- -η, -ο, Ν(σχετικά με οργανισμό και, ιδίως, ψάρι) αυτός που δεν μπορεί να υποστεί μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας, που χρειάζεται σταθερή θερμοκρασία περιβάλλοντος για να ζήσει, σε αντιδιαστολή με τον ευρύθερμο.
Dictionary of Greek. 2013.